- ἀκεστικήν
- ἀκεστικόςfitted for healingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεστικός — ἀκεστικός, ή, όν (Α) [ἀκεστός] 1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει 2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού 3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα «κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek